- υπερθρασύνομαι
- Ααποκτώ θάρρος σε υπέρμετρο βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θρασύνομαι «αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερθρασύνονται — ὑπερθρασύ̱νονται , ὑπερθρασύνομαι act with great audacity pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)